- γκαστρώνω
- γκαστρώνω, γκάστρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γκαστρώνω — βλ. γγαστρώνω … Dictionary of Greek
γκαστρώνω — γκάστρωσα, γκαστρώθηκα, γκαστρωμένος 1. καθιστώ έγκυο γυναίκα ή θηλυκό ζώο: Την γκάστρωσε και αναγκάστηκε να την παντρευτεί. 2. μτφ., ενοχλώ, ταλαιπωρώ κάποιον: Το μωρό με γκάστρωσε μέχρι να φάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα … Dictionary of Greek
υποψηνίζω — Α 1. κεντώ, τρυπώ από κάτω 2. μτφ. καθιστώ έγκυο, γκαστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψηνίζω «κεντρίζω ήμερα σύκα με ψήνες» (πρβλ. προ ψηνίζω)] … Dictionary of Greek
αγγαστρώνω — βλ. γκαστρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυλώνω — τύλωσα, τυλώθηκα, τυλωμένος 1. γεμίζω εντατικά, παραγεμίζω: Την τύλωσε (ενν. την κοιλιά του). 2. κάνω κάποιον έγκυο, γκαστρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)